- πεπλοδόχος
- πεπλο-δόχος, ον,A receiving the
πέπλος, χηλοί Eust.1776.42
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πέπλος, χηλοί Eust.1776.42
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεπλοδόχος — ον, Μ αυτός στον οποίο τοποθετείται ο πέπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος] … Dictionary of Greek
πεπλοδόχους — πεπλοδόχος receiving the masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)